τριακονταέτεις

τριακονταέτεις
τριᾱκονταέτεις , τριακονταετής
masc/fem acc pl
τριᾱκονταέτεις , τριακονταετής
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριακονταετεῖς — τριᾱκονταετεῖς , τριακονταετής masc/fem acc pl τριᾱκονταετεῖς , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταετής — ές, και τριακονταετής, ες, θηλ. και τριακονταέτις, ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, και τριακοντέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.) 2. (ως επίθ. και ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Τροιζήνα — I Αρχαιότατη ιωνική πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, κοντά στο σημερινό χωριό Δαμαλά και απείχε από τον Σαρωνικό κόλπο περίπου 3 χλμ. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η Τ. αναφέρεται ως γενέτειρα πόλη του Θησέα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”